- μεθαλλομαι
- μεθάλλομαιμεθ-άλλομαι(только part. aor. sing. μετάλμενος из *μεθάλμενος) наскакивать, набрасываться
(Τρώεσσι, sc. τοῖς μήλοις Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Τρώεσσι, sc. τοῖς μήλοις Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεθάλλομαι — (Α) 1. (για πολεμιστές) ορμώ κατεπάνω, εφορμώ, χυμάω («οὔτασε... μετάλμενος ὀζέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.) 2. (για αθλητικό αγώνα) πηδώ ή τρέχω πίσω από κάποιον άλλο («οὐκ ἔσθ ὃς κὲ σ ἕλησι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ» Ομ. Ιλ.) 3. (ειδικά από πλοίο σε πλοίο)… … Dictionary of Greek
μεθαλλόμενον — μεθάλλομαι leap pres part mid masc acc sg μεθάλλομαι leap pres part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθήλατο — μεθάλλομαι leap aor ind mid 3rd sg μεθάλλομαι leap aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθαλλομένη — μεθάλλομαι leap pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθαλλομένην — μεθάλλομαι leap pres part mid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθαλλομένους — μεθάλλομαι leap pres part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθαλλομένῳ — μεθάλλομαι leap pres part mid masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθαλλόμενοι — μεθάλλομαι leap pres part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθαλλόμενος — μεθάλλομαι leap pres part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθάλλεται — μεθάλλομαι leap pres ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθήλλοντο — μεθάλλομαι leap imperf ind mid 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)